Τόσο
ιδεολογικά όσο και ως στάση ζωής ουδέποτε έλειψε από την ελληνική κοινωνία.
Ιδεολογικά ήταν πάντα εδώ καλυπτόμενος όμως από ιδεολογήματα όπως της "λαϊκής
δεξιάς" και του "πατριωτικού Πασόκ" ( μιας και μετά την πτώση
της χούντας -με εξαίρεση την ΕΠΕΝ στα τέλη της δεκαετίας του 70- η αναφορά σε
κάθε τι με ακροδεξιά εμφάνιση δεν έβρισκε πρόσφορο έδαφος να ευδοκιμήσει.
Η
έννοια της ανωτερότητας του έθνους σε σχέση με τα γειτονικά κράτη πάντα
καθόριζε ενδόμυχα την εξωτερική πολιτική. Δεν είναι τυχαίο πως μέχρι την πτώση
του επίσης ατυχώς λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού» οι σχέσεις μας με ΟΛΟΥΣ όσους συνορεύαμε ήταν από
εχθρικές μέχρι εμπόλεμες. Ακόμα και μετά με τη δημιουργία των νέων κρατών που
προέκυψαν από τη Γιουγκοσλαβική διάλυση, μόνο με τους «ομόδοξους» Σέρβους οι
σχέσεις μας είναι φιλικές. Τους εμπορικά
συμμάχους και προσκολλημένους όπως και εμείς στο αμερικανικό άρμα Βούλγαρους ποτέ
δεν πάψαμε να αντιμετωπίζουμε με καχυποψία. Για τους Τούρκους ούτε κουβέντα. Ο
μεγαλοϊδεατισμός και η αναπόληση της ιστορικά αυθαίρετα βαπτισμένης ως Ελληνικής Βυζαντινής αυτοκρατορίας (ο Ζαμπέλιος και ο Παπαρρηγόπουλος που
επινόησαν τη σύνδεση για πρώτη φορά στις αρχές του περασμένου αιώνα το έπραξαν
για καθαρά λόγους ανύψωσης ενός καταρρακωμένου από χαμένες πολεμικές
αντιπαραθέσεις λαού και σε μια περίοδο που η Ευρώπη ξεκινούσε να «αποχαρακτηρίζει»
την κραταιά ως τότε αντίληψη οπισθοδρομικότητας της Βυζαντινής περιόδου) ποτέ δεν έπαψαν να αποτελούν τους βασικούς
πυλώνες της παιδείας στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ακόμα και
μετά την πτώση της χούντας που η αριστερά επικράτησε στην εκπαιδευτική στόχευση
ο μεγαλοϊδεατισμός και η ανωτερότητα δεν πειράχτηκαν. Η εκκλησία, ένας ακραία
συντηρητικός θεσμός ουδέποτε έπαψε να έχει λόγο στα εκπαιδευτικά και όχι μόνο
συγγράματα. Το δόγμα του επίσης ιστορικά
άκαιρου ελληνορθόδοξου πολιτισμού αποτελούσε ανέκαθεν κρατικό θέσφατο και
βαθιά ριζωμένη πεποίθηση στο λαό
Στη δημόσια διοίκηση οι διώξεις για
πολιτικούς λόγους αποτέλεσαν "λογική" συνέπεια αλλαγής κυβερνήσεων με
τον συνδικαλισμό της γάγγραινας μπροστάρη. Τα πανεπιστήμια εξελίχτηκαν σε μέρη
που η ελευθερία των απόψεων ήταν άμεσα συνυφασμένη με τη βία και τον αποκλεισμό
των φορέων της άποψης που δεν συνάδει με την άποψη του πιο δυνατού στη βία.
Ακόμα και στην τέχνη, η προοδευτικότητα ασχολήθηκε περισσότερο με την
αποκατάσταση της αριστεράς παρά με την απαλλαγή του κακέκτυπου ελληνοπρεπούς
Κανόνα.
Αντίστοιχα,
η στάση ζωής της ελληνικής κοινωνίας ήταν ανέκαθεν διαποτισμένη από τη βία και
τις φασιστικές εκφάνσεις. Στον πρώτο
βαθμό κοινωνικοποίησης η ενδοοικογενειακή βία, οι φαλλοκρατικές αντιλήψεις, και
η επιβολή του νόμου του ισχυρού παρ ότι θεωρητικά με την πάροδο των χρόνων κρίνονταν
καταδικαστέες και όχι αποδεκτές, στην πραγματικότητα η ελληνική κοινωνία δεν έπαψε ποτε να βρίθει
από περιστατικά που αποτελούν την καλά κρυμμένη πίσω από την εστιακή πόρτα
πλειοψηφία.
Η
βία πάντοτε αποτελούσε το βασικό συστατικό της διεκδίκησης ή της επιβολής.
Λεκτική, ψυχολογική ή σωματική έκανε και κάνει αισθητή την παρουσία της παντού.
Η έννοια του διαλόγου ταυτίζεται με το αδιέξοδο, ενώ η ζύμωση και η σύνθεση
απόψεων αποτελεί κάτι μάλλον ουτοπικό. Η λογική του όχλου και της πλειοψηφίας
καθόριζε πάντα το "δίκιο". Από τη διεκδίκηση μέχρι την αισθητική. Οτι
δεν συνάδει με τη λογική της "κοινής γνώμης" τείθονταν πάντα στο
περιθώριο ή αφορούσε μικρές ομάδες που συνήθως αντιμετώπιζαν τη χλεύη του όχλου
ή την αγανάκτηση. Τα ΜΜΕ ανέκαθεν χάιδευαν και συντηρούσαν αυτό το
"παιχνίδι" που συνεχιζόταν αέναα.
Παρ όλα αυτά, η ανάπτυξη και η ευμάρεια δεν
έδωσαν χώρο να μετουσιωθεί η φασιστική αντίληψη σε κίνημα. Η ατιμωρησία όμως, η
ανομία και το δίκιο του δυνατότερου διαμόρφωνε και χαλύβδωνε συνειδήσεις. Το
άκρο δεν χρειαζόταν να αφυπνιστεί.
Η πρώτη αφύπνιση του ακροδεξιού «πατριωτικού»
άκρου έγινε την περίοδο Σημίτη. Συνεπικουρούμενη από την αντιπολίτευση - ο
Κώστας Καραμανλής μπορεί να αποδείχτηκε ανάξιος ως κυβερνήτης αλλά μόνο ως ακραίος
ή φιλοφασιστας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί- η τότε κυβερνητική ομάδα προσπάθησε
να αποδεσμευθεί από τα παραδοσιακά «αξιώματα»
με τη μαθηματική έννοια του όρου. Ωμα , απότομα και περνώντας όμως στο άλλο
ακρο όπου οτιδήποτε είχε να κάνει με την έννοια πατρίδα, σύμβολο ή παράδοση
αντιμετωπίστηκε με απαξία. Η τακτική αυτή ανέδειξε τον Χριστόδουλο -μια από τις
πιο επικίνδυνες κατά την προσωπική μου γνώμη προσωπικότητες- σε αντίπαλο πόλο.
Η "μάχη των ταυτοτήτων" ήταν απλά ένα περιστατικό στον πόλεμο δυο
κόσμων που μόλις άρχιζε. Η ακροδεξιά αντίληψη ένιωθε πλέον σιγά σιγά ασύμβατη
με τα κόμματα που βρισκόταν υπό τη σκέπη τους. Ο Καρατζαφερης αποδείχτηκε περισσότερο
αριβίστας παρά ακροδεξιός και ο χώρος έμενε ορφανός και πολλά υποσχόμενος.