28 Ιανουαρίου 2011

Μεταναστευτικό και Πανεπιστημιακό άσυλο. Όταν η γελοιότητα παραχαράσσει τη δημοκρατία.

    Αν υπάρχει μια λέξη που θα μπορούσε να χαρακτηρίσει όλα αυτά που συνέβησαν τις τελευταίες μέρες γύρω από το μοναδικής πρωτοτυπίας ζήτημα που καταφέρνει και συγχέει το μεταναστευτικό με το πανεπιστημιακό άσυλο, αυτή δεν είναι άλλη από τη γελοιότητα.. Δυο ζητήματα εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους που η ελληνική γελοιότητα μικροπολιτικών τακτικών, πολιτικών ενοχών, και μηντιακής φαυλότητας κατάφεραν να ταυτίσουν και να αναγάγουν αυτή την ταύτιση, όχι φυσικά ως ουσία μιας και δεν συγχέονται, αλλά ως θέμα των ημερών.
    Το μεταναστευτικό αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας –που περιλαμβάνει ΚΑΙ τους μετανάστες μιας και οι κοινωνίες δεν χωρίζονται σε ντόπιους και μη- εδώ αρκετά χρόνια. Πρόβλημα που λόγω απουσίας πολιτικών αντιμετώπισης και ενσωμάτωσης, στρουθοκαμηλίζουμε διογκώνοντας το. Το πανεπιστημιακό άσυλο ΔΕΝ αποτελεί ζήτημα η ύπαρξη του μιας και είναι ΑΥΤΟΝΟΗΤΗ, αλλά η ερμηνεία του.
    Είδαμε αυτές τις μέρες για άλλη μια φορά τις γνωστές αυτόκλητες ομάδες εναντίωσης ή υπεράσπισης που δεν έχουν κανένα πρόβλημα στο να συγχέουν το οποιοδήποτε ζήτημα στο βωμό της αρρωστημένης διχαστικής «αλήθειας» τους. Τις ομάδες της άκρας δεξιάς που έχουν αναγάγει την παρουσία των μεταναστών ως τη μεγαλύτερη απειλή του «έθνους», της κοινωνίας, της ζωής στο «οικόπεδο» που ανήκει αποκλειστικά στους γηγενείς Ελληναράδες και που βλέπει  το πανεπιστημιακό άσυλο ως γκέτο «ανθελληνικών» αναρχοαριστερών ομάδων που υπονομεύει την «πατρίδα». Είδαμε το συνονθύλευμα ομάδων που πέρα από το ότι έχουν καπηλευθεί το όνομα της αριστεράς και του θεωρητικού αναρχισμού δρουν αυτόκλητα ως «προστάτες» σε οποιονδήποτε αλλοδαπό, ανεξαρτήτως του αν είναι κατατρεγμένος ή εγκληματίας, και θεωρούν το πανεπιστημιακό άσυλο ως το θεσμό  που μπορούν να ανθίσουν μόνο οι θεωρίες που  ασπάζονται ή υιοθετούν, με μια φασιστική νοοτροπία βίας και απαγόρευσης που υποτίθεται πως αντιμάχονται.
    Κοντά σε αυτούς,  τα μικροκομματικά συμφέροντα, οι αγκυλώσεις των πολιτικών μας ταγών του μέσου όρου, και τα media που χαλιναγωγούν τις νέες «εθνικές» συνειδήσεις.  Κροκοδείλια δάκρυα για τους απελπισμένους ενώ δεν έκαναν τίποτα για αυτούς ως όφειλαν όχι μόνο σε πολιτικό αλλά ούτε καν σε ανθρωπιστικό επίπεδο, και που η κατάσταση των μεταναστών δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια πρόταση συμπάθειας στα χείλη τους στα τηλεοπτικά δελτία. Χάϊδεμα στα αυτιά των πολυπληθών πλέον κοινωνικών ομάδων που η παρουσία των υπεράριθμων μεταναστών και η «τοποθέτηση» τους σε γκετοποιημένες περιοχές όχι μόνο έχει δημιουργήσει προβλήματα στην καθημερινότητα τους αλλά και ζουν μέσα σε καθεστώς φόβου, εγκλήματος και ανομίας. Θύματα και οι δύο απουσίας πολιτικής, μέτρων και νόμων που επιχειρεί να ταυτίσει στην κοινή γνώμη τις έννοιες μετανάστης και παραβατικότητα ενώ η εφαρμογή του νόμου είναι αυτονόητο αγαθό για όλους τους κατοίκους ΑΝΕΞΑΙΡΕΤΩΣ ΦΥΛΗΣ, και η παρανομία και η εγκληματικότητα ΔΕΝ έχει διαχωρισμούς σε γηγενή και μη.   
   Και φυσικά το πανεπιστημιακό άσυλο που δεν αντιμετώπισαν ποτέ ως θεσμό διακίνησης ιδεών, απόψεων και ελευθερίας αλλά σαν μια «καυτή πατάτα» στα χέρια τους με  μετατόπιση ευθυνών ανάμεσα σε πανεπιστημιακούς, υπουργεία, εισαγγελείς και αστυνομία. Όχι γιατί δεν μπορούσαν ή δεν μπορούν να εφαρμόσουν το νόμο ή να δώσουν την πραγματική διάσταση του ασύλου, αλλά γιατί γνωρίζουν και οι ίδιοι όπως και όλοι μας πως το επίπεδο της δημοκρατίας, της ισότητας και της ελευθερίας μας δεν έχει σχέση με αυτό που διατυμπανίζουμε.  Δεν είμαστε όλοι ίσοι απέναντι στο νόμο, δεν έχουμε όλοι τα ίδια δικαιώματα, δεν μαθαίνουμε τι πραγματικά συμβαίνει, δεν συναποφασίζουμε και κυρίως παρακολουθούμε ένα κράτος που τόσο οι λειτουργοί του όσο και το ίδιο θεσμικά παρανομεί και αυθαιρετεί καταλύοντας την  έννοια της δημοκρατίας.
Κι αν ο θεσμός του ασύλου για εμάς είναι απολύτως αναγκαίος και στις μέρες που ζούμε γίνεται ακόμα αναγκαιότερος, για τους διαχειριστές της εξουσίας ο περιορισμός του και η συζήτηση γύρω από αυτό με όρους εγκληματολογίας αποτελεί άλλη μια δικλείδα ασφαλείας  διατήρησης μιας δημοκρατίας που ΕΣΚΕΜΕΝΑ ποτέ δεν προήγαγαν.
    Οι 3οο μετανάστες δεν είχαν θέση στο πανεπιστήμιο. Το άσυλο δεν αφορά καμία κοινωνική ομάδα που θέλει να διεκδικήσει τα δίκαια ή άδικα αιτήματα του.  Ο θεσμός του ασύλου δεν μπορεί να θυσιάζεται στο βωμό της μικροπολιτικής ούτε να αποτελεί μέρος διαπραγματεύσεων. Οι μετανάστες, θύματα που πίστεψαν αυτούς που τους παρότρυναν επενδύοντας στο αδιέξοδο τους για να προβάλλουν τη δική τους κοσμοαντίληψη της επένδυσης στο χάος, θύματα που νόμιζαν ότι ακουστούν και θα αντιμετωπιστούν ως άνθρωποι, θα συνεχίσουν να ζουν στην αθλιότητα. Και το κράτος θα συνεχίσει να τους αγνοεί. Ενδεχομένως και να τους «εκδικηθεί» όταν πάψουν να αποτελούν είδηση.  Η συζήτηση για το μεταναστευτικό θα συνεχίσει να αποτελείτε από κραυγές μίσους. Στα γεγονότα της νομικής όμως θα επενδυθεί η περαιτέρω συντηρητικοποίηση των αντανακλαστικών μιας κοινωνίας που παραπαίει και θα ανοίξει ως «επιτακτική» η συζήτηση της αναγκαιότητας  του θεσμού του ασύλου με απώτερο στόχο την κατάργηση του.  Και μέσω της γελοιότητας η λειψή μας Δημοκρατία θα έχει παραχαραχτεί ακόμα περισσότερο.


24 Ιανουαρίου 2011

Κλείνατε επί άκρα δεξιά. Η υπερσυντηρητική κατεύθυνση μιας «προοδευτικής» κοινωνίας


      Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας με άμεσο αντίκρισμα τόσο στον τρόπο διακυβέρνησης όσο και στις επιλογές κυβερνώντων και αντιπροσώπων και τη στάση της απέναντι σε αυτούς, είναι πως ο  πολιτικός προσδιορισμός του μέσου ψηφοφόρου είναι μάλλον αυθαίρετος και  στερείται ορθής ιδεολογικής προσέγγισης.
    Στα χρόνια μετά τη μεταπολίτευση η οικονομική άνθηση και η ραγδαία άνοδος του βιοτικού επιπέδου έφεραν μια τεράστια αλλαγή  στον τρόπο ζωής και σκέψης. Αυτό δεν είχε μόνο ως αποτέλεσμα την έλλειψη συνάφειας ανάμεσα στη στάση ζωής και τον ιδεολογικό αυτοπροσδιορισμό, αλλά οδήγησε σε μια παντελή σχεδόν απουσία ταξικής συνείδησης μιας και ο ακραίος καταναλωτισμός χωρίς υπόβαθρο οδήγησε τους πολίτες να εντοπίζουν τη θέση τους στην κοινωνική διαστρωμάτωση όχι με πραγματικά κριτήρια αλλά με εν δυνάμει.  Ο πολιτικός προσδιορισμός έπαψε να έχει κοινωνική προέλευση και ιδεολογία και βασίστηκε είτε στην ταύτιση με την οικογενειακή πολιτική παράδοση, είτε στις σχέσεις συναλλαγής και ανταλλαγής ψήφου με «χάρη», είτε σε στρεβλά στερεότυπα που οδήγησαν σε αγκυλώσεις αλλά και οξύμωρα. Εργάτες να αυτοχαρακτηρίζονται δεξιοί, υπέρ της φιλελευθεροποίησης της οικονομίας και ενάντιοι σε κάθε είδος διεκδίκησης, δημόσιοι λειτουργοί που απαξιώνουν με τις πράξεις και τις αποφάσεις τους το κοινωνικό κράτος να αυτοχαρακτηρίζονται σοσιαλιστές, ιδιώτες που στις επιχειρήσεις τους καταπατούν κάθε εργασιακό δικαίωμα και λειτουργούν θυσιάζοντας τα πάντα στο βωμό του κέρδους να αυτοχαρακτηρίζονται αριστεροί κ.ο.κ
    Ειδικότερα μετά τη δεκαετία του 70 που η έντονη πολιτικοποίηση και η μνήμη της χούντας μετατόπισαν τον πόλο του αυτοπροσδιορισμού προς τα αριστερά του πολιτικού φάσματος, αυτή η μετατόπιση δεν είχε ουσιαστικά πολιτικά και ιδεολογικά δεδομένα μιας και τόσο ο συντηρητισμός όσο και η ο εθνικισμός, όχι μόνο δεν υποχώρησαν αλλά μέσω της «προοδευτικής» αφετηρίας των αποφάσεων μάλλον εδραιώθηκαν και αυξήθηκαν. Ανάλογα και ο ρόλος της Εκκλησίας όχι μόνο δεν υποχώρησε αλλά παρέμεινε κραταιά να επηρεάζει τα πολιτικά δρώμενα με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την εποχή της παντοδυναμίας Χριστόδουλου.
    Κάτι αντίστοιχο, μιας και τα κόμματα δεν είναι τίποτε άλλο από οργανισμούς που εκφράζουν την κοινωνική βάση, ισχύει και στην πολιτική σκηνή. Ειδικότερα μετά την πτώση του αυθαίρετα ονομαζόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού» και την επικράτηση πανευρωπαϊκά του δόγματος της επίσης αυθαίρετα ονομαζόμενης «ελεύθερης αγοράς», τα δύο κόμματα εξουσίας όχι μόνο απεμπόλησαν τα ιδεολογικά χαρακτηριστικά που τα καθόριζαν αλλά η ταύτιση και η πλήρης εναρμόνιση τους στο νέο δόγμα, πέρα από την πλήρη απουσία «παραγωγής» πολιτικής σκέψης  έκανε τις διαφορές μεταξύ τους όχι δυσδιάκριτες αλλά ανύπαρκτες.  Παραμένει όμως ο αυτοπροσδιορισμός του Πασόκ ως σοσιαλιστικό κόμμα και της Νέας Δημοκρατίας ως κεντροδεξιού με έμφαση στον όρο «λαϊκή δεξιά» που δεν είναι τίποτα διαφορετικό από ότι ο σοσιαλισμός του Πασόκ. Σε επίπεδο προσώπων που εκφράζουν τα κόμματα  τα πράγματα είναι ανάλογα, με πιο πρόσφατο παράδειγμα τις δηλώσεις του κ. Πάγκαλου που μπορεί εύκολα να αυτοχαρακτηρίζεται ως σοσιαλιστής και «προοδευτικός» ανεξαρτήτως του τι εκφράζουν τα λεγόμενα του.
    Σήμερα που η οικονομική ευμάρεια αποτελεί παρελθόν, αυτή η σύγχυση του ιδεολογικού προσδιορισμού της κοινωνίας με ΜΗ πραγματικά κριτήρια όχι μόνο αποτελεί τον καταλύτη της πολιτικής στρέβλωσης αλλά οδηγεί την κοινωνία σε όλο και πιο συντηρητικές και εθνικιστικές  θέσεις. Το τείχος του Έβρου, η γκετοποίηση περιοχών, οι ακραίες αντιδράσεις και η επιχειρηματολογία στην πιθανή ανέγερση του Τζαμιού, οι ναζιστικοί χαιρετισμοί στο συμβούλιο του Δήμου της Αθήνας από ΕΚΛΕΓΜΕΝΟ δημοτικό σύμβουλο, η κατακραυγή σε οποιαδήποτε απόπειρα απεμπλοκής της παιδείας από εθνικιστικές κορώνες και θρησκευτικό προσηλυτισμό, η διαρκής περιχαράκωση στον ελλαδικό μικρόκοσμο, η εναντίωση σε κάθε μορφής απεργία, και γενικά η υιοθέτηση ακραίων υπερσυντηρητικών απόψεων που άλλοτε θα έμοιαζαν ως θέσεις της άκρας δεξιάς και μάλλον της εξωκοινοβουλευτικής, όχι μόνο βρίσκουν οπαδούς, όχι μόνο υιοθετούνται από το πολιτικό φάσμα, αλλά αποτελούν σήμερα και κυρίως ΕΚΦΡΑΖΟΥΝ τις θέσεις της λεγόμενης κοινής γνώμης. Αυτής που δημοσκοπικά (με όλες τις ενστάσεις εγκυρότητας) τοποθετεί τον εαυτό της κατά 60% Αριστερά στο δίλλημα Δεξιά ή Αριστερά και την ίδια στιγμή κατά 70% θεωρεί την ανέγερση του τοίχους στον Έβρο αναγκαία, το θρησκευτικό δικαίωμα των αλλοθρήσκων ως απειλή κ.ο.κ. Κι αν οι δημοσκοπήσεις λόγω του προπαγανδιστικού τρόπου που λειτουργούν και τη διαπλοκή των εταιριών που τις διεξάγουν με την εξουσία δεν μπορούν να αποτελέσουν έγκυρο εργαλείο ως προς τα ποσοστά, την τάση τη βλέπουμε καθημερινά στον κοινωνικό βίο. 
    Μια κοινωνία που περιχαρακώνεται και βαδίζει συνεχώς προς το άκρο και τη συντήρηση, που παράγει στο φαντασιακό της «εχθρούς», που «σκληραίνει» και που απομονώνεται ατομοκεντρικά.  Κι αν δεν «ξυπνήσουμε» να δούμε την πραγματικότητα της θέσης μας στο κοινωνικό φασμα, αν δεν αναθεωρήσουμε τους εικονικούς αυτοπροσδιορισμούς μας, αν δεν δούμε «κατάματα» την πραγματική διάσταση των προβλημάτων μας και της αντίδρασης μας, τότε όχι απλά θα έχουμε ανοίξει κι άλλο την πόρτα στη βία που είναι διαχαστική και παρούσα, όχι μόνο θα ζήσουμε την απέραντη ισοπέδωση του κοινωνικού ανθρωπισμού, όχι μόνο θα συνεχίσουμε να επιλέγουμε αντιπροσώπους με στρεβλα κριτήρια αλλά και ο δρόμος προς το αύριο θα εξακολουθεί να έχει ΚΑΙ τα δικα μας εμπόδια..

4 Ιανουαρίου 2011

Το ξύπνημα από τον ιλουστρασιόν μας λήθαργο

    Οι γιορτές τελείωσαν μόνο που φέτος η πραγματικότητα δεν έλαμψε δια της απουσίας της κατά την εορταστική περίοδο. Ήταν παντού βαραίνοντας το εορταστικό «κλίμα». Έχουμε συνηθίσει να λέμε πως ευθύνεται ο φόβος, η κινδυνολογία για το 2011 που γνωρίζουμε όλοι πως θα είναι δύσκολο, η έλλειψη προοπτικής ή οραμάτων για τη ζοφερότητα του μέλλοντος. Μόνο που το «κλίμα» και η μη ιλουστρασιόν -όπως έχουμε συνηθίσει τόσα χρόνια- εκδοχή του δεν αφορά όλους μας. Για την ακρίβεια δεν αφορά ένα πολύ μεγάλο πλέον κομμάτι των συνανθρώπων μας που είναι άνεργοι, που έβαλαν λουκέτο, που χρωστούν, που χάνουν το νόημα της ζωής τους. Γιατί  πολύ απλά το «κλίμα» για αυτούς δεν έχει αλλαγές και εορτολόγια στον αγώνα να περισώσουν την αξιοπρέπεια τους που ποδοπατείτε καθημερινά από όλους μας.
     Όλους εμάς, που στρουθοκαμηλίζουμε πως η κατάσταση τους είναι «μακριά» μας ενώ είμαστε όλοι εν δυνάμει άνεργοι, άεργοι και πτωχευμένοι. Που διαχωρίζουμε τους «αμνούς» από τα «ερίφια» ανάλογα με την επαγγελματική μας κατάσταση και ανάλογα με το αν έχουμε μονιμότητα, αν ανήκουμε ή όχι στους «προνομιούχους» των κλειστών επαγγελμάτων, αν οι απέναντι ήταν πράσινοι, γαλάζιοι ή κόκκινοι. Σε έναν αγώνα χτυπημάτων κάτω από τη μέση με σκοπό την πρόσκαιρη διατήρηση μας στην κάστα των μη πτωχευμένων. Έχοντας όμως πτωχεύσει σε αξίες, συνείδηση και  ανθρωπισμό.
    Όλους εμάς που εξοργιζόμαστε με τον κάθε Πάγκαλο όταν μας αποκαλεί κοπρίτες και όχι με τον εαυτό μας που τον εκλέγουμε ενώ κουνάμε συγκαταβατικά το κεφάλι στις δηλώσεις του Προέδρου της Δημοκρατίας για τη διαφθορά του πολιτικού κόσμου, όταν ο ίδιος την εποχή που ήταν ενεργός «δάνειζε» νομότυπα άρα και ηθικά για να στεγαστεί ο γεροντοέρωτας του τότε ηγέτη μας που είχε οικονομικό «πρόβλημα»..
    Όλους εμάς που έχουμε κλειστεί στον ελλαδικό μας μικρόκοσμο έχοντας πειστεί πως είμαστε η ρίζα του κακού, από όλους αυτούς που δεν βιώνουν την ασφυξία που μας επέβαλαν, ενώ είμαστε μέρος ενός ευρύτερου οικονομικού προβλήματος μιας Ευρώπης που ξαναζεί μέρες μεσοπολέμου
    Όλους εμάς τελικά που εξακολουθούμε να βρισκόμαστε εν υπνώσει περιμένοντας υπομονετικά τη σειρά μας σε μια οικονομική σφαγή που δεν μας στερεί μόνο την απολεσθείσα κυριαρχία αλλά το ίδιο μας το δικαίωμα στη ζωή.
   Ακούμε συνέχεια πως το μνημόνιο, τα μέτρα, και γενικά όλη η σημερινή κατάσταση είναι μια ευκαιρία να αλλάξουμε. Αν υπάρχει κάτι όμως που θα πρέπει να αλλάξουμε ανεξαρτήτως κρίσης και μέτρων, αυτό είναι ο εθνικός μας φιλοτομαρισμός, η ραγιάδικη ανασφαλής νοοτροπία μας και η μη αναγνώριση των δικών μας ευθυνών. 
     Αν κατανοήσουμε πως η δική μας ευημερία περνάει μέσα από την ευημερία του διπλανού μας ο οποίος δεν είναι απέναντι αλλά δίπλα μας, αν  από διασκορπισμένο και κατά συντεχνία κοπάδι καταφέρουμε να γίνουμε ένα ανομοιογενές αλλά ανθρώπινο σύνολο, αν εν τέλει καταφέρουμε να ξυπνήσουμε και γίνουμε η «κοινή γνώμη» που -όσο κι αν επιχειρήσουν να ποδηγετήσουν- αντιδρά, είναι παρούσα, ζητά το λόγο και τιμωρεί, τότε το αύριο μπορεί να αργήσει να ξαναγίνει ιλουστρασιόν αλλά θα έχουμε κερδίσει πως θα είναι ανθρώπινο. Θα έχουμε ξανακερδίσει το δικαίωμα να ονειρευόμαστε.