25 Ιανουαρίου 2012

Δηλώσεις Χρυσοχοΐδη. Αλήθεια τι πρωτότυπο είχαν;


    Ακούγοντας τις δηλώσεις Χρυσοχοΐδη, μου ήρθαν συνειρμικά στο μυαλό δύο άλλες περιπτώσεις που απλά αποκαλύφθηκαν. Πρώτη η αποπομπή από το ψηφοδέλτιο του Πασόκ στις εκλογές του 2004 των 9 βουλευτών που υπέγραψαν την περίφημη τροπολογία Πάχτα, λέγοντας ότι δεν ήξεραν τι ακριβώς υπέγραφαν και πως αυτό στις τροπολογίες αποτελεί μια συνήθη διαδικασία. Δεύτερη και πιο πρόσφατη  περίπτωση, οι ισχυρισμοί των λεγόμενων Βατοπεδινών της ΝΔ πως δεν γνώριζαν ακριβώς τι υπέγραφαν.    
   Δύο περιπτώσεις που έτυχε και ήρθαν στο φώς απλά γιατί οι υπογραφές αποτελούσαν τη νομιμοποίηση ενός σκανδάλου. Και αν σε κάποιες περιπτώσεις η υπογραφή ήταν όντως συνειδητή, κάτι που αποτελεί κακουργηματική πράξη αλλά με την κλασσική πλέον μέθοδο των εξεταστικών επιτροπών και πορισμάτων αυτόαθωώνεται, για κάποιους άλλους η άγνοια του τι υπογράφουν αποτελούσε απλά μια τυπική κομματική διαδικασία στα πλαίσια στήριξης του κυβερνητικού «έργου».  Κάτι που προφανώς γινόταν και γίνεται συνέχεια. Το πάλε ποτέ περίφημο άρθρο του Τεγόπουλου με τίτλο «Συνένοχος ή Βλάξ» πάντως το ίδιο επικίνδυνος από την περίοδο του σκανδάλου Κοσκωτά, δεν αποτελέι πια μέρος του πολιτικού κουλτούρας –ενδεχομένως ούτε και τότε- και τέτοιες απόψεις το ίδιο το σύστημα έχει προλάβει να τις χαρακτηρίσει «πονηρές» ή λαϊκίστικες στην καλύτερη περίπτωση.  Όταν δε υπάρχει και το «δημοκρατικό» πλαίσιο της κομματικής πειθαρχίας με φόβο την απώλεια της δεδηλωμένης, η ρετσινιά της αποστασίας που κουβαλάει από το 1965 δεν αφήνει περιθώρια «ελιγμών»  σε αυτή την κουλτούρα. Εξάλλου, χτες ελάχιστες ώρες μετά τη «γκάφα;;;» Χρυσοχοΐδη, η ψηφοφορία στη Βουλή με τα όσα τραγελαφικά συνέβησαν και τα ψευτοαντάρτικα εκ του ασφαλούς, αυτό ακριβώς απέδειξε.  
   Το ζήτημα δεν είναι το πώς υπέγραψε ο κος Χρυσοχοΐδη ή η Κα Κατσέλη αλλά και τόσοι άλλοι που απλά δεν το παραδέχτηκαν και ίσως από σήμερα θα βρεθούν στη θέση του «κατήγορου» για το αίσχος των δύο. Σήμερα διαβάζουμε παντού για αυτό το αίσχος, την ανευθυνότητα, την ενδεχόμενη στρατηγική λόγω δελφινομαχίας και απόταξης της ένοχης στη συνείδηση των πάντων Παπανδρεικής διετίας, και άλλα πολλά.
  Το ζήτημα είναι πως όλοι μας γνωρίζουμε πως και οι δύο τους θα επανεκλεγούν και μάλιστα με υψηλά ποσοστά ψήφων. Πως το επίπεδο του κοινοβουλευτικού έργου όχι είναι απλά χαμηλό και γεμάτο επικίνδυνες στρεβλώσεις αλλά πως αυτές οι στρεβλώσεις  θεωρούνται φυσιολογικές και μας αγγίζουν μάλλον επιδερμικά.
   Σε μια κοινωνία που η πολιτική θα είχε την πραγματική της υπόσταση, που οι πολιτικοί θα γνώριζαν πως οι πράξεις τους παρακολουθούνται και ελέγχονται από τον εντολοδόχο λαό, και που έχουν άμεσες συνέπειες για τις πράξεις ή παραλήψεις τους, η αυτονόητη συνέχεια των δηλώσεων Χρυσοχοίδη και Κατσέλη θα ήταν πως αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους, ζητάνε συγγνώμη και αποχωρούν δια παντός από τον πολιτικό βίο πληρώνοντας το τίμημα και χάνοντας της ευκαιρία τους. Σήμερα όμως ξέρουν πως όχι μόνο θα επανεκλεγούν αλλά κάτω από προϋποθέσεις η επιδερμική μας αντίδραση και η «κοντή» μας μνήμη θα τους επιτρέψει να διεκδικήσουν μέχρι και την πρωθυπουργία. Και όλα αυτά πάντα με την ψήφο μας..

12 Ιανουαρίου 2012

Γιατί εκλογές..


   Δύο μήνες και κάτι μετά τη «συμφωνία» των τριών κομμάτων για την κυβέρνηση Λουκά Παπαδήμου και ζήτημα του χρόνου ζωής της παραμένει ένα αναπάντητο ερώτημα παρότι συντηρείται σε  εβδομαδιαία σχεδόν βάση  είτε από στελέχη των τριών συγκυβερνούντων είτε από «πηγές» που προέρχονται από τις ηγεσίες τους..
  Παρά τις αντιρρήσεις μου για το πρόσωπο του σημερινού Πρωθυπουργού, όπως τις εξέφρασα στις  αναρτήσεις μου, Όμηροι… τη στιγμή της «επιλογής» του,  και Κυβέρνηση Παπαδήμου. Άλλο ένα “πετυχημένο” πείραμα… μετά την υπερψήφιση του προϋπολογισμού, είχα μέσα μου την ελπίδα πως κάτω από την πίεση της πραγματικότητας η Κυβέρνηση -μιας και δεν θα είχε άμεσο πολιτικό κόστος- θα έβρισκε στην πορεία κάποιο βηματισμό και θα ξεπερνούσε τις γενετήσιες αγκυλώσεις της. Και ενώ τα πράγματα εξ αρχής φαινόντουσαν ως μια «μάχη» ισορροπιών με ελάχιστες παραχωρήσεις και υπερβάσεις -κάτι που φάνηκε από τη σύνθεση της Κυβέρνησης των 50 στελεχών και την τριαρχία στο υπουργείο Εθνικής Άμυνας-  πίστευα πως έστω και «εκβιαστικά» από πλευράς πρωθυπουργού θα έμπαιναν στην πορεία κάποιες κόκκινες γραμμές εύρυθμης λειτουργιάς.
   Εξ αρχής, στόχος και γενεσιουργός αιτία της Κυβέρνησης ήταν η εκταμίευση της 6ης δόσης, η ολοκλήρωση της πορείας των υποχρεώσεων που απορρέουν από την ελληνική πλευρά προς τη νέα δανειακή σύμβαση της 7ης και το περιβόητο haircut, και η κατάστρωση ενός σχεδίου νόμων και αποφάσεων που θα υπέρβαιναν τις κομματικές αγκυλώσεις και που κανένα κόμμα από μόνο του δεν θα μπορούσε να περάσει. Νόμων που θα έφερναν διαρθρωτικές  αλλαγές στην κρατική διοίκηση και  που μπορεί μεν να έφερναν αντιδράσεις αλλά δεν θα μπορούσαν να πατροναριστούν, καθώς και νόμων όχι οριζόντιας εισοδηματικής πολιτικής του δώσε υμίν σήμερα για να κλείσουν οι όποιες τρύπες, αλλά αναλογικούς, που θα εξασφάλιζαν μια ισότιμη και ασφαλώς σύννομη με το άρθρο 4 παράγραφο 5* του συντάγματος  πολιτική εσόδων. Νόμων και μέτρων που στο σημείο που φτάσαμε είναι απαραίτητα αλλά που χωρίς κοινωνική δικαιοσύνη δεν γίνεται να εφαρμοστούν, όχι πια λόγω «αντίδρασης» αλλά λόγω ανέχειας.
   Παράλληλα η «συμφωνία των τριών» ή καλύτερα των δύο μιας και η στήριξη του ΛΑΟΣ δεν αποτελούσε απαραίτητη αριθμητική προϋπόθεση στήριξης, απέκλειε άμεσα τις εκλογές που σύμφωνα τόσο με τις «νηφάλιες» φωνές στο εσωτερικό, όσο και την άμεση εκβιαστική απειλή από το εξωτερικό, θα αποτελούσε την ταφόπλακα οποιασδήποτε ελπίδας αποφυγής της χρεοκοπίας. Τα χρηματικά διαθέσιμα εξάλλου του Ελληνικού κράτους είχαν άμεση ανάγκη της 6ης δόσης τόσο για εσωτερικές όσο και εξωτερικές υποχρεώσεις και σε περίπτωση μη εκταμίευσης η χρεοκοπία θα ήταν γεγονός.
   Σήμερα, με εξαίρεση την αποφυγή των εκλογών τίποτα από όσα ελπίζαμε ή προσδοκούσαμε δεν έχει επαληθευτεί, απεναντίας μας σπρώχνουν ολοένα και πιο κοντά στην οικονομική και βιοποριστική κόλαση. Οι κόκκινες γραμμές δεν μπήκαν ποτέ από τον πρωθυπουργό που θυμίζει αμειβόμενο διευθύνοντα σύμβουλο χρεοκοπημένης εταιρίας που διορίστηκε από τους μεγαλομετόχους για να έχει τις νομικές κυρώσεις που απορρέουν από τη θέση του και την υπογραφή του.
   Στο εξωτερικό πληθαίνουν οι φήμες και οι θέσεις πως η περιβόητη συμφωνία του Οκτωβρίου και το κούρεμα του 50% δεν αρκούν πλέον και χρειάζεται αναθεώρηση ενώ Γερμανία και Γαλλία «απειλούν» για την  7η δόση. Το ίδιο έργο χωρίς μάλιστα καμία παραλλαγή από αυτό που ζήσαμε το Σεπτέμβρη που «ανέτρεψε» τη συμφωνία του Ιουνίου ως μη επαρκή.
   Στο εσωτερικό όμως η κατάσταση είναι από πρωτόγνωρη έως τραγελαφική. Οι ασκοί του Αιόλου της διαδοχής στο Πασόκ έχουν ανοίξει έστω και όχι θεσμικά. Τα στελέχη του Πασόκ που απαρτίζουν την κυβέρνηση σε υπουργικές θέσεις όχι μόνο διαγκωνίζονται σε ένα καθεστώς δελφινομαχίας αλλά προσπαθώντας να αποτάξουν από πάνω τους τις ευθύνες από την 2χρονη παρουσία τους στην κυβέρνηση Παπανδρέου, είτε βρίσκονται στα χαρακώματα με τον πρώην πρωθυπουργό –η περίπτωση Χρυσοχοΐδη αποτελεί την πιο χαρακτηριστική- είτε διαφωνούν για ληφθείσες αποφάσεις όπως για παράδειγμα της αποτυχίας ή μη της εφεδρείας. Διαφωνίες που δεν περιορίζονται στα ενδοκομματικά αλλά λαβαίνουν χώρα μέσα στο  ίδιο το υπουργικό συμβούλιο της κυβέρνησης Παπαδήμου. Παράλληλα, η αμφισβήτηση ηγεσίας ή καλύτερα το κενό της στο Πασόκ, σε συνδυασμό με την έλλειψη ανάγκης οριακής ψήφισης νομοσχεδίων που θα τους έθετε ως υπόλογους για την πτώση της κυβέρνησης έχει κάνει αρκετούς βουλευτές να διαχωρίζουν τη θέση τους εκ του ασφαλούς σε οποιοδήποτε αντιλαϊκό μέτρο έρθει προς ψήφιση.
   Ο δεύτερος εταίρος της Κυβέρνησης που παράλληλα ασκεί και αξιωματική αντιπολίτευση σε μια παγκόσμια πρωτοτυπία παίζοντας με τις λέξεις αλλά κυρίως με τους θεσμούς, βρίσκεται ήδη σε προετοιμασία προεκλογικής περιόδου. Η ΝΔ που δεν έχει προβλήματα ηγεσίας την παρούσα περίοδο όπως το Πασόκ, παρακολουθεί τις εξελίξεις, δεν συμμετέχει στις αποφάσεις που στηρίζει, παρά παίζει την επικοινωνιακή πυθία ως αντίθετη σε μέτρα που παραβιάζουν τις κόκκινες αλλά ελαστικές γραμμές της. Πάντα όμως σε ετοιμότητα όχι μόνο να κρατήσει αποστάσεις αλλά και να εναντιωθεί όταν η λαϊκή αγανάκτηση πάρει αντικυβερνητικό χαρακτήρα.
   Κάτι που κάνει και ο τρίτος εταίρος που καιροσκοπικά όπως πάντα μπορεί να αλλάζει θέσεις και απόψεις, και συγκυβερνά «απειλώντας» να αποχωρήσει από μια κυβέρνηση που το ποσοστό των μελών του κόμματος του σε αυτή είναι αντιστρόφως ανάλογο της εκφρασμένης εκλογικής του δύναμης.
   Κάτω από αυτές τις συνθήκες η σημερινή κυβέρνηση όχι μόνο δεν γίνεται να προχωρήσει σε έργο αλλά απεναντίας καθίσταται διπλά επικίνδυνη κάνοντας το αίτημα για εκλογές πιο αναγκαίο από ποτέ.
Εκλογές γιατί υπό τις παρούσες συνθήκες δεν μπορεί να εκτελέσει έργο σε μια ιστορική περίοδο που οι όποιες αποφάσεις της έχουν αντίκτυπο όχι απλά σε μεσοπρόθεσμο διάστημα αλλά θα χαράξουν την πραγματικότητα των επόμενων δεκαετιών.
Εκλογές γιατί η προεκλογική περίοδος που έχει αρχίσει από τη στιγμή της δημιουργίας της επιτείνει την περίοδο αναποφασιστικότητας σε μια εποχή που καλώς ή κακώς η υιοθέτηση μέτρων που θα αλλάξουν το άρρωστο τοπίο τουλάχιστον σε επίπεδο του κρατικού μας μορφώματος είναι  επιτακτική και αναγκαία και δεν μπορεί αυτό να συμβεί με το φόβο του πολιτικού κόστους. Κατά μεγάλο ποσοστό πιθανοτήτων και η επόμενη κυβέρνηση θα είναι συνεργασίας. Θα έχει όμως και τη νωπή εντολή, αλλαγή συσχετισμών, και κυρίως χρονικά περιθώρια.
Εκλογές γιατί η πραγματικότητα σήμερα δεν έχει καμία απολύτως συνάφεια με εκείνη του 2009 και σε μια δημοκρατία –όσο και αν προσπαθούν να μας πείσουν για το επικίνδυνο του πράγματος..-  ο λαός αποφασίζει για την τύχη του.
Εκλογές γιατί αποτελούν τον κατ εξοχήν δημοκρατικό θεσμό που δεν μπορεί να μετατίθεται, δεν μπορεί να αλλάζει ημερομηνίες ανάλογα με τα συμφέροντα αυτοσυντήρησης των κομμάτων, δεν μπορεί να απαξιώνεται, και κυρίως ΔΕΝ μπορεί να ταυτίζεται με τον όρο επικίνδυνος στις δημοκρατίες.
Εκλογές για να αποφασίσουμε μόνοι μας να βάλουμε πλάτη στα δύσκολα.
Οι δανειστές, οι εταίροι μας, και όλοι όσοι εμπλέκονται στο σημερινό αλισβερίσι ασφαλώς και δεν θα ήθελαν κάτι τέτοιο. Μόνο που η αυτοδιάθεση των λαών και η δημοκρατία δεν είναι αιτήματα αλλά κεκτημένα δικαιώματα που δεν μπαίνουν σε διαπραγμάτευση σαν συλλογική σύμβαση. Και όσο κι αν να μας απειλήσουν, χρειάζονται πάντα επίσημους συνομιλητές. Ας είναι αυτοί τουλάχιστον εκλεγμένοι από εμάς και όχι δοτοί…

*Άρθρο 4 (Παράγραφος 5) Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους.

5 Ιανουαρίου 2012

Μια κρίση που δεν είναι οικονομική…


    Η τελευταία διετία κινείται στη «σφαίρα της οικονομίας» και της κρίσης. Σε μηνιαία –αν όχι εβδομαδιαία- κλίμακα νέες λέξεις και έννοιες προστίθενται στο λεξιλόγιο μας. Spread, Swap, Συντεταγμένη ή μη χρεοκοπία, Haircut, PSI, EFSF, κ.ο.κ Οικονομικοί όροι ή ακόμα και λεκτική οικονομική «αργκό» που χρησιμοποιούμε πλέον όλοι με το ύφος του ειδικού φωτεινού παντογνώστη. Κρίνουμε, έχουμε τη δική μας λύση στο πρόβλημα που συνήθως φαντάζει στα μάτια μας πολύ απλή και αρκούν μια- δυο κινήσεις για να βγούμε από το αδιέξοδο,  απορούμε γιατί είναι όλοι ανάξιοι να τις προκρίνουν.
  Παράλληλα, ανάλογα με την ηλικιακή μας ομάδα ή την ιδεολογική και κομματική μας τοποθέτηση γνωρίζουμε και τους ενόχους που μας έφεραν ως εδώ σήμερα. Φταίνε οι πολιτικοί, φταίει ο Ανδρέας Παπανδρέου που μοίραζε αφειδώς, φταίει ο «μπούλης», φταίει ο «γιωργάκης», οι εβραιομασσώνοι με τα σκοτεινά τους σχέδια, οι σατανιστές που πολεμούν την ορθοδοξία, οι κομμουνιστές που μπλοκάρουν την ανάπτυξη, οι μεγαλοεργολάβοι, οι εφοπλιστές, οι συνδικαλιστές, οι δημόσιοι υπάλληλοι που τρώνε τις σάρκες του κράτους, οι έμποροι που κλέβουν το ΦΠΑ, το κεφάλαιο γενικά, οι μετανάστες, και σίγουρα οι ξένοι που ποτέ δεν ξεπέρασαν το κόμπλεξ τους απέναντι μας είτε για λόγους του παρελθόντος μας, είτε γιατί θέλουν να μας φάνε τα πετρέλαια και τον ορυκτό πλούτο, είτε γιατί έχουμε ήλιο.. Η λίστα μπορεί να διανθιστεί με εκατοντάδες άλλους λόγους από την τουρκοκρατία και τη δολοφονία του Καποδίστρια, μέχρι τον Ερμή που είναι ανάδρομος. Κατά κανόνα όμως μονομερώς και αξιωματικά, με απουσία της ευθύνης μας σαν λαού μιας και «ο Έλληνας στο εξωτερικό διαπρέπει γιατί εκεί υπάρχουν νόμοι και αξιοκρατία».
  Πάντοτε με το στόμφο του ειδήμονα και πάντοτε έτοιμοι να κάνουμε μακροοικονομική ανάλυση πάνω σε ένα πακέτο τσιγάρα ακόμα και αν αγνοούμε την προπαίδεια.  Ζούμε σήμερα μια αντίστοιχη περίοδο με του 1999 που μπορεί να μη γνωρίζαμε πόσο κάνει ένα μπουκάλι γάλα, αλλά μπορούσαμε να αποστηθίσουμε απ έξω και ανακατωτά το γενικό δείκτη του χρηματιστηρίου, να περιμένουμε τα split για να μπούμε ή να βγούμε, να ανταλλάσουμε πληροφορίες για τα θεμελιώδη μεγέθη των εισηγμένων στο ΧΑΑ, και βλέποντας αργότερα το δείκτη να πέφτει ήμασταν βέβαιοι ως ειδικοί πως «δεν γίνεται να πάει κάτω από τις 4000 μονάδες, τις 3000, τις 2000 και πάει λέγοντας. Με το ίδιο ύφος και με τα ίδια επιχειρήματα που χρησιμοποιούμε και σήμερα για το αν τελικά πτωχεύσουμε ή όχι, αν θα ξανάρθει η δραχμή ή θα μείνουμε στο ευρώ. Στηριγμένα απλά στην ελπίδα μας , το ιδεολογικό μας κόλλημα, την έφεση μας να παπαγαλίζουμε χωρίς σκέψη ότι ακούμε, και –κυρίως- να ικανοποιήσουμε την «ψευδαίσθηση» μας ότι γνωρίζουμε μιας και η φράση «δεν έχω άποψη γιατί αγνοώ το θέμα» δεν υπάρχει στο λεξιλόγιο μας.  Ενδεχομένως  δε να αισθανθούμε και προσβεβλημένοι αν μας το προσάψει κάποιος.
   Κατανοούμε βέβαια πως για να μπορέσουμε να βγούμε από το αδιέξοδο χρειάζονται μέτρα, μόνο που κανένα μέτρο δεν είμαστε έτοιμοι να το δεχτούμε.. Ίσως πια όχι άδικά μιας και όλα τα μέτρα που μας έχουν επιβληθεί και μάλιστα «οριζόντια» χωρίς διακρίσεις ήταν ατελέσφορα, και όχι βασισμένα σε κάποιο σχέδιο αλλά πάνω σε μια κρίση πανικού άμεσης ανεύρεσης πόρων. Αποτέλεσμα όμως μιας χρόνιας αναβλητικότητας και  έλλειψης σχεδιασμού -που θα μας βρει εκ των προτέρων εναντίον της-  υπό το φόβο πάντα του πολιτικού κόστους από τους κυβερνώντες που οι ίδιοι εκλέγουμε. Αναβλητικότητα που είναι μάλλον και ο καθοριστικός παράγοντας που μας κρατάει «δεμένους» στον προμηθειακό μας πάσαλο.
   Πόσο όμως η κρίση σήμερα στη χώρα μας είναι αμιγώς οικονομική και κατά πόσον η λύση της θα προέλθει μέσα από την αποτελεσματικότητα οικονομικών στόχων;  Τα αίτια της κρίσης είναι μόνο οικονομικά ή μήπως οφείλονται σε μια βαθιά πολιτισμική κρίση που βιώνουμε κομπάζοντας την τελευταία πεντηκονταετία και είναι αυτή που αποτελεί τροχοπέδη για την εξεύρεση λύσης;
   Η παγκόσμια οικονομική κρίση που ξεκίνησε από την κατάρρευση της Lehman Brothers δεν μας βρήκε απλά απροετοίμαστους  αλλά ανέδειξε όλες τις πτυχές μιας άλλης χρόνιας κρίσης, αυτή της πολιτισμικής, συνέπεια της οποίας αποτελεί η οικονομική. Ασφαλώς και η κρίση σήμερα είναι παγκόσμια και με πολλά κοινά χαρακτηριστικά σε όλα τα κράτη που τη βιώνουν ανεξαρτήτως ιδιαιτεροτήτων. Αυτές όμως οι ιδιαιτερότητες είναι που αντί να προάγουν την επίλυση, μας ρίχνουν όλο και πιο βαθιά στον οικονομικό καιάδα.
    Ο ατομικισμός, η συντεχνιακή αντίληψη που για χρόνια καλλιεργήσαμε και δυστυχώς συνεχίζουμε να καλλιεργούμε, το πολιτικό «αλισβερίσι» με αντάλλαγμα το στρουθοκαμηλισμό μας απέναντι στην ανομία και την καθιέρωση της έννοιας του πολιτικού κόστους, η απαξίωση της αξίας και της νομιμότητας με την ταμπέλα της γραφικότητας, και τόσα άλλα γνωστά σε όλους μας είναι αποτέλεσμα πολιτιστικής κρίσης ως αποτέλεσμα υποβαθμισμένης παιδείας.  
   Παιδείας που στο εκπαιδευτικό σύστημα  από τον δεξιό υπερσυντηρητισμό περάσαμε μετά τη μεταπολίτευση σε ένα σύστημα που ο κάθε αναρμόδιος υπουργός οραματιζόταν τη δική του μεταρρύθμιση απαξιώνοντας πλήρως τον παιδευτικό χαρακτήρα του και με μια ελευθεριότητα που οδήγησε στην ασυδοσία και την απαξίωση. Κοινωνικής παιδείας που γαλούχησε γενιές με όραμα το οικονομικό φαίνεσθαι και προήγαγε το σκοπό και όχι το μέσο ή την επάρκεια. Πολιτικής παιδείας  που ταυτίστηκε με την κομματική συνθλίβοντας ιδεολογίες, οράματα, κοσμοθεωρίες στο βωμό της αυτοσυντήρησης στην κομματική και εξουσιαστική νομενκλατούρα.
    Αυτή η κρίση πολιτισμού είναι που αποτελεί το εμπόδιο για να κοιτάξουμε μπροστά με αισιοδοξία. Γιατί αν το βασικό χαρακτηριστικό της οικονομίας διαχρονικά και παγκόσμια είναι η «κοντή» μνήμη που αρκούν οι μεταβολές συγκεκριμένων ποσοστών, αριθμών και αλγοριθμικών συμβάσεων για να μετατρέψουν θεωρητικά την υπανάπτυξη σε πρόοδο, ο πολιτισμός χρειάζεται χρόνο για να αναπτυχθεί. Κυρίως όμως χρειάζεται όραμα και αυτογνωσία. Άραγε την έχουμε;  

3 Ιανουαρίου 2012

Απολογισμοί. 2011 μια χρονιά που μέσα δίνη των δεινών της, αφήνει ίχνη ελπίδας για το αύριο.


   Ανέκαθεν η αλλαγή του χρόνου προσφέρεται για σκέψεις, απολογισμούς, οριοθέτηση νέων στόχων. Σαν το αυθαίρετο κλείσιμο ενός κύκλου που στιγμιαία  ρίχνει στη λήθη τις «δύσκολες» στιγμές και καταστάσεις που πέρασαν και  μεταβαίνει στην αφετηρία ενός νέου με την αναγκαία ψευδαίσθηση πως το νέο θα είναι πιο όμορφο ή έστω λιγότερο κακό από αυτό που πέρασε. Είναι η στιγμή που εκούσια  η αέναη συνέχεια της πορείας διακόπτεται, και η ανάγκη μας για αισιοδοξία και άντληση δύναμης για το νέο κύκλο – που γνωρίζουμε πως θα είναι εξίσου ή και περισσότερο δύσκολος- μας γεμίζει ελπίδα. Περισσότερο μεταφυσικά παρά ορθολογιστικά, μα αναγκαία για ανασύνταξη δυνάμεων και ανάταση.  
    Συνήθως αυτή η σπασμωδική ανάγνωση ενώ ρίχνει στον καιάδα τη χρονιά που πέρασε -μιας και της προσάπτει μόνο τα αρνητικά-  τη δικαιώνει εν τέλει αρκετά αργότερα όταν οι προσδοκίες του νέου δεν επαληθεύονται και η πραγματικότητα γίνετε πιο ζοφερή από το χτες. Είναι η στιγμή που η προσδοκία συναντά την καθημερινότητα και η χρυσόσκονη της εορταστικής ευφορίας κατακάθεται βίαια στο έδαφος των προβλημάτων που δεν έπαψαν ποτέ να υπάρχουν στην πραγματικότητα.
   Υπάρχει όμως και η «άλλη» ανάγνωση. Αυτή που προσπαθεί να «δει»  την παρακαταθήκη της ελπίδας μέσα από τις νέες συνθήκες  και την πραγματικότητα που αφήνει πίσω της η χρονιά που πέρασε. Το 2011 έφερε πολλές αλλαγές στη ζωή μας. Αλλαγές βίαιες που μας έσπρωξαν βίαια σε ένα χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο από αυτό που είχαμε συνηθίσει.  Η ανασφάλεια για το άμεσο μέλλον έγινε ο καθοριστικός ψυχολογικός παράγοντας που καθορίζει τις κινήσεις μας, η ελευθερία μας συρρικνώθηκε, η δημοκρατία μας τραυματίστηκε. Είδαμε την ανεργία να μαστίζει τον άμεσο περίγυρο μας, την ανέχεια να κάνει την εμφάνιση της στις γειτονιές μας, τη ζωή μας να γεμίζει με φόβο. Κι όμως μέσα από αυτή την κατάσταση μπορούμε να δούμε ψήγματα που μας γεμίζουν ελπίδα. Όχι «ψεύτικη» και ανακουφιστική αλλά πραγματική που να μπορεί να μας κάνει να οραματιζόμαστε τη δημιουργία ένα μέλλοντος  καλύτερου και  στηριγμένου σε πιο στέρεες και ανθρώπινες βάσεις.
   Ήταν η χρονιά που όλοι μας συνειδητοποιήσαμε πως τόσα χρόνια στηρίζαμε και ανεχόμασταν να μας εκπροσωπούν άνθρωποι ακατάλληλοι που αποκλειστικός τους γνώμονας ήταν το προσωπικό τους συμφέρον δημιουργώντας ένα κρατικό μόρφωμα για το οποίο είμαστε απλά ένας αριθμός φορολογικού μητρώου χωρίς δικαιώματα.
   Ήταν η χρονιά που καταλάβαμε πως  όσο αποτελούμε ένα σύνολο μεμονωμένων  ιδιοτελών πολιτών που αγνοεί συνειδητά τα δικαιώματα του διπλανού του, δεν θα αργήσει να έρθει η στιγμή που θα αγνοηθούν και τα δικά μας διαλύοντας εν μια νυκτί την επίπλαστη πραγματικότητα μας.
    Ήταν η χρονιά που συζητήσαμε και πολιτικοποιηθήκαμε ξανά χωρίς τις κομματικές παρωπίδες που μας κρατούσαν καθηλωμένους σε ψεύτικα διλήμματα, συνειδητοποιώντας  πως αυτά που μας ενώνουν είναι πολύ περισσότερα από αυτά που μας χωρίζουν.
  Ήταν η χρονιά που «ξανανακαλύψαμε» και ήρθαμε σε επαφή με ανθρώπους με κοινά οράματα, κοινές ανησυχίες για το μέλλον και που μπορούμε μαζί τους να δημιουργήσουμε υγιή κύτταρα μιας κοινωνίας που νοσεί.
    Ήταν η χρονιά που πολλοί από εμάς επαναπροσδιορίσαμε τις αξίες μας και επενδύσαμε περισσότερο στις ανιδιοτελείς ανθρώπινες σχέσεις ως τη μόνη δικλείδα ασφαλείας που έχουμε.
   Ήταν η χρονιά που καταλάβαμε πως η κάθοδος μας στους δρόμους  χωρίς αίτημα αλλά με ένα γενικότερο «αντί» όχι μόνο δε  θορύβησε την εξουσία αλλά αυτή δεν είχε κανένα πρόβλημα να μας διαλύσει βίαια και χωρίς κανένα για αυτήν κόστος, όταν έπαψε να μας χρησιμοποιεί.  
     Ήταν η χρονιά που οι περισσότεροι κάναμε την αυτοκριτική μας, είδαμε τα λάθη μας, απομυθοποιήσαμε την αθωότητα μας  στις ευθύνες που μας αναλογούν.
   Τέλος, ήταν η χρονιά που συνειδητοποιήσαμε πως το επίπεδο παιδείας που μας χαρακτηρίζει σαν λαό -παιδείας πραγματικής, κοινωνικής, πολιτικής- είναι το μεγαλύτερο «αγκάθι», το μεγαλύτερο εμπόδιο  που πρέπει να προσπεράσουμε για να μπορέσουμε να χτίσουμε ένα πιο σίγουρο αύριο.
   Ίσως όλα αυτά να αποτελούν δικές μου ελπίδες για αυτά που μας άφησε ο περασμένος χρόνος. Ίσως και να μην έχουν συμβεί στην πραγματικότητα τουλάχιστον όσον αφορά το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας.  Ίσως η πίστη μου πως τελικά οι συνθήκες θα οδηγήσουν αναγκαστικά σε αυτό που δεν καταφέραμε τόσα χρόνια, στον εξανθρωπισμό της κοινωνίας μας να είναι υπέρμετρη.  Ακόμα όμως και αν αφορούν ένα μικρό κομμάτι της ή μια εν δυνάμει δυναμική, με κάνει να πιστεύω πως είμαστε όλο και πιο κοντά στην συνειδητοποίηση πως το κράτος –άθλιο, απάνθρωπο, χρεοκοπημένο ή όχι-  ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΙΔΙΟΙ, άρα είναι αποκλειστικά στο χέρι μας να το αλλάξουμε.

Καλή Χρονιά