14 Ιανουαρίου 2018

Περί Μακεδονίας. Ίσως η λύση να είναι η ΜΗ λύση..

Οι αμερικανικές πιέσεις όπως λέγεται επανέφεραν στην πολιτική ατζέντα το ζήτημα ονομασίας της γειτονικής χώρας. Η επικαιρότητα επιστρέφει περίπου 25 χρόνια πριν, τα επιχειρήματα ξαναζεσταίνονται, η πατριδοκαπηλία, η ψηφοθηρία και ο ιδεολογικός ψυχαναγκασμός ξαναγίνονται επιχειρήματα, ενώ το συλλογικό έλλειμμα ιστορικής γνώσης και στους δυο λαούς περιπλέκει την κατάσταση και κάνει τη λογική βορά στην εθνικιστική προπαγάνδα.
Το πρόβλημα της ονομασίας του γειτονικού κράτους όμως δεν είναι ζήτημα επιχειρημάτων αλλά δεδομένων που αλληλοσυγκρούονται και χρόνιων λανθασμένων πολιτικών που παγίωσαν τα σημερινά αδιέξοδα.  Οι κύριοι παράγοντες είναι τέσσερις. Ο Γεωγραφικός, ο χρονικός, ο ιστορικός και ο πολιτικός.


Γεωγραφικά η χώρα που ονομάζαμε Σκόπια αλλά είχε το όνομα Γιουγκοσλαβική Μακεδονία ανήκει στην αρχαία ιστορικά Μακεδονική επικράτεια. Όχι μόνο εκείνη αλλά και ένα μέρος της Βουλγαρίας. Τα σύγχρονα σύνορα της Ελλάδας όπως καθιερώθηκαν –ως αποτέλεσμα πολέμων και διεργασιών της τότε διεθνούς πολιτικής συγκυρίας - από τις συνθήκες των αρχών του 20αιώνα δεν τις περιλάμβαναν. Η χώρα μας δικαιωματικά ονόμασε την περιφέρεια της Μακεδονία έχοντας εκτός από γεωγραφικούς και ιστορικούς λόγους. Μόνο που αυτό δεν αναιρεί την ύπαρξη Μακεδονικής επικράτειας και εκτός των ελληνικών συνόρων. Απολύτως λογικό μιας και στα σύνορα των σύγχρονων κρατών –χωρίς καν να ανατρέξουμε στη δημιουργία τους μετά το φεουδαρχικό κόσμο- ο ιστορικός δεν αποτέλεσε το μοναδικό παράγοντα.

Χρονικά, η ονομασία της τότε Γιουγκοσλαβικής επικράτειας ως Μακεδονίας από τον Τίτο βρήκε την Ελλάδα στο τέλος ενός εμφύλιου πολέμου, ίσως του πρώτου ψυχροπολεμικού τεστ αντοχών.  Η χώρα ανήκοντας οριστικά στο δυτικό μπλοκ ακολούθησε την επιλογή της Δύσης να δει τον Γιουγκοσλάβο ηγέτη ως το Δούρειο ίππο της Σοβιετικής σφαίρας επιρροής. Αποτέλεσμα ήταν αφενός να μην υπάρξει Ελληνική αντίδραση –πως θα μπορούσε άλλωστε από μια διαλυμένη χώρα-  αφετέρου και πιο σημαντικό όσοι γεννιούνται από το τέλος της δεκαετίας του 40 και μετά μέχρι τις μέρες μας να ονομάζονται και να αναγνωρίζονται –και από την Ελλάδα μέχρι τη γιουγκοσλαβική διάλυση- ως Μακεδόνες. Κάτι που σημαίνει πως ακόμα και οι σημερινοί 80χρονοι της γείτονος έμαθαν όχι μόνο να αυτοπροσδιορίζονται αλλά και να αναγνωρίζονται από όλους με αυτό το όνομα. Η κρατική παιδεία ασφαλώς και έπαιξε ρόλο στον αυτοπροσδιορισμό. Και ξαφνικά, μετά τη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας ένας ολόκληρος λαός σύμφωνα με την ελληνική θέση θα έπρεπε να αλλάξει όνομα όταν όλοι σχεδόν οι ζώντες τους αναγνώριζαν με αυτό.. Η προσωρινή λύση που προκρίθηκε και έγινε αποδεκτή και από τις δυο πλευρές ως FYROM περιείχε τον όρο. Αυτό είχε προφανή συνέπεια την εμπέδωση του δικαίου στο λαό της γειτονικής χώρας πόσο μάλλον όταν αυτό έγινε σε συνδυασμό με την εθνικιστική έκρηξη και τη στρεβλή ιστορικά παιδεία που υιοθετήθηκε.

Ιστορικά το πρόβλημα δεν υφίσταται. Οι κάτοικοι της γειτονικής χώρας Σλάβοι ή Αλβανοί προφανώς δεν έχουν σχέση ιστορικά με το Μακεδονικό φύλο. Πόσο μάλλον όταν μιλάμε για λαούς που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή 800 - 900 χρόνια μετά το τέλος της Μακεδονικής δυναστείας.  Οι συζητήσεις περί Ελληνικότητας του Μ. Αλέξανδρου ή ακόμα και των κατοίκων της χώρας μας που δημιουργήθηκε για πρώτη φορά ως κράτος το 1821 είναι περισσότερο ενδοσκοπικού και φιλοσοφικού χαρακτήρα που ουδεμία σχέση έχει με την πολιτική και τη διεθνή θέση της δικής μας χώρας που της αναγνωρίστηκε από την ίδρυση της το «δικαίωμα» της συνέχισης και της κληρονομικότητας. Μόνο που στο ζήτημα ονομασίας του πρώην Γιουγκοσλαβικού κράτους, στον παράγοντα ιστορία δεν παίζει ρόλο η ελληνική ενδοσκόπηση αλλά η στρεβλή οικειοποίηση ενός παρελθόντος που δεν μπορεί να υπάρχει. Όλα τα κράτη ασφαλώς μόλις ιδρύονται αναζητούν συνεκτικούς κρίκους που συνήθως στην επιστημονική έρευνα είναι ιστορικά άτοποι. Ο αυτοπροσδιορισμός μπορεί να γίνει έστω και αυθαίρετα –η παγκόσμια ιστορία βρίθει παραδειγμάτων- με την μοναδική προϋπόθεση να μην υπάρχουν διενέξεις που μπορεί να φέρουν αλυτρωτικές επιδιώξεις. Και κάτι τέτοιο είναι προφανές στην υιοθέτηση της μακεδονικότητας χωρίς ξεκάθαρη σλαβική προέλευση.

Τελευταίος αλλά σημαντικότερος παράγοντας είναι ο πολιτικός. Από τα λάθη του παρελθόντος που επέτρεψαν τη χρήση του όρου στο Γιουγκοσλαβικό κράτος έως το λάθος αποδοχής της ονομασίας FYROM που περιέχει τη λέξη σήμερα, έχουμε οδηγηθεί πάνω από 130 κράτη να αναγνωρίζουν το νέο κράτος ως Μακεδονία. Η δική μας πολεμική δεν έφερε καμία αποδόμηση, απεναντίας εκ του αποτελέσματος οδήγησε μάλλον στην απομόνωση των θέσεων μας. Το λάθος το βάρος να μην πέσει στο σλαβικό προσδιορισμό αλλά στη μακεδονική άρνηση παγίωσε μια κατάσταση που μάλλον στην παρούσα χρονική συγκυρία είναι μη αναστρέψιμη. Η επιχείρηση σύνδεσης της γεωγραφίας με την ιστορία που αποτέλεσε για πολλά χρόνια την προπαγανδιστική -εσωτερική και εξωτερική- διπλωματία του κράτους της FYROM  αποτελεί το σημαντικότερο μακροπρόθεσμο εμπόδιο της λύσης. Πόσο μάλλον όταν οι εθνικισμοί αναβιώνουν στο σύγχρονο περιβάλλον.  Και επειδή το όνομα ενός κράτους όταν αποφασιστεί παραμένει ακόμα και με παραχαραγμένη την ιστορία των κατοίκων του, αν ο όρος που θα αποφασιστεί δεν περιέχει τον όρο Σλαβική επιμένοντας λανθασμένα στη Μακεδονική άρνηση, ίσως τελικά η λύση να είναι η ΜΗ λύση μέχρις ότου επέλθει -μετά από σοβαρή επιτέλους αλλά και μακροχρόνια διπλωματία- μια «ιστορική ισορροπία» και όχι ένα συμβιβασμός που αφήνει ίχνη διεκδικήσεων στο μακρινό μέλλον.