Κλείνατε επί άκρα δεξιά. Η υπερσυντηρητική κατεύθυνση μιας «προοδευτικής» κοινωνίας
Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας με άμεσο αντίκρισμα τόσο στον τρόπο διακυβέρνησης όσο και στις επιλογές κυβερνώντων και αντιπροσώπων και τη στάση της απέναντι σε αυτούς, είναι πως ο πολιτικός προσδιορισμός του μέσου ψηφοφόρου είναι μάλλον αυθαίρετος και στερείται ορθής ιδεολογικής προσέγγισης.
Στα χρόνια μετά τη μεταπολίτευση η οικονομική άνθηση και η ραγδαία άνοδος του βιοτικού επιπέδου έφεραν μια τεράστια αλλαγή στον τρόπο ζωής και σκέψης. Αυτό δεν είχε μόνο ως αποτέλεσμα την έλλειψη συνάφειας ανάμεσα στη στάση ζωής και τον ιδεολογικό αυτοπροσδιορισμό, αλλά οδήγησε σε μια παντελή σχεδόν απουσία ταξικής συνείδησης μιας και ο ακραίος καταναλωτισμός χωρίς υπόβαθρο οδήγησε τους πολίτες να εντοπίζουν τη θέση τους στην κοινωνική διαστρωμάτωση όχι με πραγματικά κριτήρια αλλά με εν δυνάμει. Ο πολιτικός προσδιορισμός έπαψε να έχει κοινωνική προέλευση και ιδεολογία και βασίστηκε είτε στην ταύτιση με την οικογενειακή πολιτική παράδοση, είτε στις σχέσεις συναλλαγής και ανταλλαγής ψήφου με «χάρη», είτε σε στρεβλά στερεότυπα που οδήγησαν σε αγκυλώσεις αλλά και οξύμωρα. Εργάτες να αυτοχαρακτηρίζονται δεξιοί, υπέρ της φιλελευθεροποίησης της οικονομίας και ενάντιοι σε κάθε είδος διεκδίκησης, δημόσιοι λειτουργοί που απαξιώνουν με τις πράξεις και τις αποφάσεις τους το κοινωνικό κράτος να αυτοχαρακτηρίζονται σοσιαλιστές, ιδιώτες που στις επιχειρήσεις τους καταπατούν κάθε εργασιακό δικαίωμα και λειτουργούν θυσιάζοντας τα πάντα στο βωμό του κέρδους να αυτοχαρακτηρίζονται αριστεροί κ.ο.κ
Ειδικότερα μετά τη δεκαετία του 70 που η έντονη πολιτικοποίηση και η μνήμη της χούντας μετατόπισαν τον πόλο του αυτοπροσδιορισμού προς τα αριστερά του πολιτικού φάσματος, αυτή η μετατόπιση δεν είχε ουσιαστικά πολιτικά και ιδεολογικά δεδομένα μιας και τόσο ο συντηρητισμός όσο και η ο εθνικισμός, όχι μόνο δεν υποχώρησαν αλλά μέσω της «προοδευτικής» αφετηρίας των αποφάσεων μάλλον εδραιώθηκαν και αυξήθηκαν. Ανάλογα και ο ρόλος της Εκκλησίας όχι μόνο δεν υποχώρησε αλλά παρέμεινε κραταιά να επηρεάζει τα πολιτικά δρώμενα με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την εποχή της παντοδυναμίας Χριστόδουλου.
Κάτι αντίστοιχο, μιας και τα κόμματα δεν είναι τίποτε άλλο από οργανισμούς που εκφράζουν την κοινωνική βάση, ισχύει και στην πολιτική σκηνή. Ειδικότερα μετά την πτώση του αυθαίρετα ονομαζόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού» και την επικράτηση πανευρωπαϊκά του δόγματος της επίσης αυθαίρετα ονομαζόμενης «ελεύθερης αγοράς», τα δύο κόμματα εξουσίας όχι μόνο απεμπόλησαν τα ιδεολογικά χαρακτηριστικά που τα καθόριζαν αλλά η ταύτιση και η πλήρης εναρμόνιση τους στο νέο δόγμα, πέρα από την πλήρη απουσία «παραγωγής» πολιτικής σκέψης έκανε τις διαφορές μεταξύ τους όχι δυσδιάκριτες αλλά ανύπαρκτες. Παραμένει όμως ο αυτοπροσδιορισμός του Πασόκ ως σοσιαλιστικό κόμμα και της Νέας Δημοκρατίας ως κεντροδεξιού με έμφαση στον όρο «λαϊκή δεξιά» που δεν είναι τίποτα διαφορετικό από ότι ο σοσιαλισμός του Πασόκ. Σε επίπεδο προσώπων που εκφράζουν τα κόμματα τα πράγματα είναι ανάλογα, με πιο πρόσφατο παράδειγμα τις δηλώσεις του κ. Πάγκαλου που μπορεί εύκολα να αυτοχαρακτηρίζεται ως σοσιαλιστής και «προοδευτικός» ανεξαρτήτως του τι εκφράζουν τα λεγόμενα του.
Σήμερα που η οικονομική ευμάρεια αποτελεί παρελθόν, αυτή η σύγχυση του ιδεολογικού προσδιορισμού της κοινωνίας με ΜΗ πραγματικά κριτήρια όχι μόνο αποτελεί τον καταλύτη της πολιτικής στρέβλωσης αλλά οδηγεί την κοινωνία σε όλο και πιο συντηρητικές και εθνικιστικές θέσεις. Το τείχος του Έβρου, η γκετοποίηση περιοχών, οι ακραίες αντιδράσεις και η επιχειρηματολογία στην πιθανή ανέγερση του Τζαμιού, οι ναζιστικοί χαιρετισμοί στο συμβούλιο του Δήμου της Αθήνας από ΕΚΛΕΓΜΕΝΟ δημοτικό σύμβουλο, η κατακραυγή σε οποιαδήποτε απόπειρα απεμπλοκής της παιδείας από εθνικιστικές κορώνες και θρησκευτικό προσηλυτισμό, η διαρκής περιχαράκωση στον ελλαδικό μικρόκοσμο, η εναντίωση σε κάθε μορφής απεργία, και γενικά η υιοθέτηση ακραίων υπερσυντηρητικών απόψεων που άλλοτε θα έμοιαζαν ως θέσεις της άκρας δεξιάς και μάλλον της εξωκοινοβουλευτικής, όχι μόνο βρίσκουν οπαδούς, όχι μόνο υιοθετούνται από το πολιτικό φάσμα, αλλά αποτελούν σήμερα και κυρίως ΕΚΦΡΑΖΟΥΝ τις θέσεις της λεγόμενης κοινής γνώμης. Αυτής που δημοσκοπικά (με όλες τις ενστάσεις εγκυρότητας) τοποθετεί τον εαυτό της κατά 60% Αριστερά στο δίλλημα Δεξιά ή Αριστερά και την ίδια στιγμή κατά 70% θεωρεί την ανέγερση του τοίχους στον Έβρο αναγκαία, το θρησκευτικό δικαίωμα των αλλοθρήσκων ως απειλή κ.ο.κ. Κι αν οι δημοσκοπήσεις λόγω του προπαγανδιστικού τρόπου που λειτουργούν και τη διαπλοκή των εταιριών που τις διεξάγουν με την εξουσία δεν μπορούν να αποτελέσουν έγκυρο εργαλείο ως προς τα ποσοστά, την τάση τη βλέπουμε καθημερινά στον κοινωνικό βίο.
Μια κοινωνία που περιχαρακώνεται και βαδίζει συνεχώς προς το άκρο και τη συντήρηση, που παράγει στο φαντασιακό της «εχθρούς», που «σκληραίνει» και που απομονώνεται ατομοκεντρικά. Κι αν δεν «ξυπνήσουμε» να δούμε την πραγματικότητα της θέσης μας στο κοινωνικό φασμα, αν δεν αναθεωρήσουμε τους εικονικούς αυτοπροσδιορισμούς μας, αν δεν δούμε «κατάματα» την πραγματική διάσταση των προβλημάτων μας και της αντίδρασης μας, τότε όχι απλά θα έχουμε ανοίξει κι άλλο την πόρτα στη βία που είναι διαχαστική και παρούσα, όχι μόνο θα ζήσουμε την απέραντη ισοπέδωση του κοινωνικού ανθρωπισμού, όχι μόνο θα συνεχίσουμε να επιλέγουμε αντιπροσώπους με στρεβλα κριτήρια αλλά και ο δρόμος προς το αύριο θα εξακολουθεί να έχει ΚΑΙ τα δικα μας εμπόδια..
Ετικέτες Άκρα Δεξιά, Κοινωνία
2 σχόλια:
Πόσο δίκιο έχεις!!! Δεν το είχα σκεφτεί έτσι! Παντελής έλλειψη ιδεολογίας που θα μετασχημάτιζε δημιουργικά την ελληνική κοινωνία. Μόνο άρτος και θεάματα σηματοδότησε την δήθεν "ανάπτυξή" μας των τελευταίων δεκαετιών. Και τώρα που αυτή σταμάτησε, δεν μας έμεινε ούτε ο άρτος, αλλά μόνο ένα απέραντο θέατρο συγκρούσεων και επιδειξιών. Το απόλυτο κενό.
Στοππάκιε
Ευχαριστώ που πέρασες και χαίρομαι πολύ που συμφωνούμε.Ναί ο άρτος μας τελείωσε και ως θέαμα προσφερόμαστε πλέον εμείς οι ίδιοι.
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα