24 Σεπτεμβρίου 2009

Μήπως τελικά πορευόμαστε λάθος ;

Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στην Ευρώπη, οι λειτουργικές δαπάνες των Ενόπλων Δυνάμεων της οποίας ξεπερνούν τις δαπάνες του υπουργείου Υγείας κατά 810 εκατομμύρια ευρώ, είναι σχεδόν ίδιες με τις δαπάνες του υπουργείου Εσωτερικών και είναι μόλις 574 εκατομμύρια ευρώ λιγότερες από τις δαπάνες για την Παιδεία. Οι δαπάνες του υπουργείου Εθνικής Αμυνας είναι μεγαλύτερες από τις δαπάνες των 14 εκατ. των 19 υπουργείων της χώρας. Στο περιβάλλον της Συμμαχίας (ΝΑΤΟ), η Ελλάδα είναι η χώρα με το μεγαλύτερο ποσοστό επί του ΑΕΠ που διατίθεται για αμυντικές δαπάνες, 2,8% για το 2008, όπως αναφέρεται στους πίνακες του ΝΑΤΟ. Υψηλότερο ποσοστό έχουν μόνο οι ΗΠΑ. Σύμφωνα με τα όσα ισχυρίζονται τα επιτελεία αλλά και ανεπίσημα οι αξιωματικοί των επιτελείων, οι αμυντικές δαπάνες, αν δεν υπήρχε κρίση, θα ήταν στο 30% αυτών που είναι σήμερα. Αυτό διότι πέραν των δαπανών για την αντιμετώπιση αυτής καθ' εαυτής της κρίσης στο Αιγαίο, θα άλλαζαν η δομή, το μέγεθος και τα έξοδα των Ενόπλων Δυνάμεων. Τα οικονομικά στοιχεία συνδυαζόμενα με τα στοιχεία της δομής των Ενόπλων Δυνάμεων είναι μοναδικά στην Ευρώπη και συγκλίνουν μόνο με αυτά χωρών του κόσμου που βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση ή σε μεταπολεμική περίοδο ή σε περίοδο στρατιωτικής χούντας. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι δαπάνες του υπουργείου Εθνικής Αμυνας για το 2009 είναι 6,5 δισ. ευρώ και σε σημερινές τιμές ο πόλεμος στο Κόσσοβο κόστισε 2,1 δισ. ευρώ, ο πόλεμος στον Κόλπο 50 δισ. ευρώ και στο Βιετνάμ 357 δισ. ευρώ. Πηγή ΕΝΕΤ
Το δόγμα ισχυρός στρατός ίσον καλύτερη διπλωματία είναι κάτι που εξέθρεψε την πολιτική στάση των κρατών-και ασφαλώς και του ελληνικού - για πολλές δεκαετίες. Μετά το τέλος του β’ παγκοσμίου πολέμου όμως και ιδιαίτερα μετά το τέλος του λεγόμενου ψυχρού πολέμου, η διπλωματία έπαψε να εξαρτάται από την στρατιωτική υπεροχή και μεταφέρθηκε στο πεδίο τόσο των οικονομικών σχέσεων και συμφωνιών μεταξύ των κρατών, όσο και της προπαγάνδας. Με κύριο άξονα τις διακρατικές οικονομικές συμφωνίες και επενδύσεις από τη μία, ενώ παράλληλα με τις χρηματοδοτούμενες έδρες εθνικών σπουδών στα πανεπιστήμια, με τις διοργανώσεις θεματικών forum παγκόσμιας εμβέλειας, αλλά και με τις πληρωμένες καταχωρήσεις σε έντυπα παγκοσμίου κύρους και αναγνωσιμότητας, η εξωτερική πολιτική των κρατών έπαψε να βασίζετε στη στρατιωτική ισχύ και ανέπτυξε καινούργιες μορφές «πολέμου». Στη χώρα μας όταν αναφερόμαστε σε αυτό το ζήτημα ανέκαθεν έμπαινε ο ειδικός όρος Τουρκία και διεκδικήσεις. Αναμφισβήτητα, η χρόνια αντιπαλότητα ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία έκανε επιβεβλημένη την αμυντική θωράκιση. Πόσο ρόλο έπαιξε όμως στρατιωτική ισχύς στις διενέξεις των τελευταίων 30 χρόνων ; Τόσο στην Κυπριακή εισβολή όσο και στα Ίμια που αποτελούν τα τελευταία ιστορικά περιστατικά εμπλοκής, η έκβαση των αναμετρήσεων κρίθηκε – εις βάρος της χώρας μας πάντα- στο διπλωματικό πεδίο και στις παρεμβάσεις τρίτων. Πόσο ρόλο έχει παίξει η Ελληνική στρατιωτική υπεροχή στο ζήτημα με τα Σκόπια ή FYROM ; Παράλληλα από το 1974 και μετά οι αμυντικές δαπάνες στη χώρα μας έχουν ξεπεράσει τα 120 δισεκατομμύρια ευρώ.Μήπως η «γύμνια» ,οι αστοχίες, και η αναχρονιστική προσέγγιση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής συγκαλύπτετε μέσα από μια πολιτική που στερεί εν τέλει από την ανάπτυξη αλλά και δεν είναι ικανή από μόνη της να φέρει αποτελέσματα ; Αλήθεια πόσο ενήμερη είναι η παγκόσμια κοινή γνώμη –που αποτελεί και το μοχλό πίεσης προς τις αποφάσεις των κυβερνήσεων- πως η Ελλάδα απειλείτε με casus beli αν εξασκήσει τα δικαιώματα που της παρέχονται από τις διεθνής συνθήκες ; Μήπως τελικά πορευόμαστε λάθος ; Προφανώς και η διμερής σχέσεις με τους γείτονες μας επιβάλουν την αναγκαιότητα αυξημένων στρατιωτικών δαπανών σε σχέση με τα άλλα κράτη. Ένας εξορθολογισμός όμως των δαπανών και ο καθορισμός με άλλα μέσα προτεραιοτήτων και στοχευμένων αποτελεσμάτων στο πνεύμα της σύγχρονης διπλωματίας, αφ ενός θα είχε πιο απτά αποτελέσματα στις διακρατικές μας σχέσεις και αφετέρου θα απελευθέρωνε σημαντικό μέρος κεφαλαίων που δίδονται αφειδώς για εξοπλισμούς, προς όφελος μιας ανάπτυξης που αποζητούμε
ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Όλα τα επιχειρήματα περί διπλωματίας, συμφωνιών μεταξύ κρατών, οικονομικά αλληλοδιασυνδεόμενων οικονομιών και ισχύος που δεν καθορίζεται από τον στρατιωτικό παράγοντα, είναι πολύ καλά, δυστυχώς μόνο σε φιλοσοφικό επίπεδο. Η σκληρή πραγματικότητα (και παρακαλώ να φέρετε έστω και ένα παραδειγμα) είναι ότι δυστυχώς η διπλωματία καθορίζεται σε σημαντικό βαθμό από την στρατιωτική ισχύ κάθε κράτους. Θα διενοείτο ποτέ η Τουρκία, χωρίς τις υπερμεγέθεις ένοπλες δυνάμεις της να θέτει τόσα και εξοφθάλμως ανυπόστατα θέματα στο Αιγαίο και την Κύπρο; Θα διενοούντο οι ΗΠΑ, χωρίς τις ένοπλες δυνάμεις τους να κάνουν αυτήν την άθλια εκστρατεία κατά του Ιράκ; Θα διενοείτο ποτέ το Ισραήλ χωρίς τον άψογα οργανωμένο στρατό του, να συμπεριφέρεται ως ο σερίφης της περιοχής, σε μια περιοχή μάλιστα που δεν του ανήκε ιστόρικά, αλλά του εδώθη από τις μεγάλες δυνάμεις; ΟΧΙ βέβαια.
Όσο για το επιχείρημα ότι η Ελλ. στρατιωτική ισχύς δεν έπαιξε κάποιο ρόλο στις διενέξεις των τελευταίων ετών, έχω να σας πω τα εξής :
α. Στο μεν κυπριακό, η Ελλάδα διεσύρθη όχι λόγω της αδυναμίας των ενόπλων δυνάμεών της (είναι άλλωστε γνωστό από σχετικές μαρτυρίες, ότι οι Τούρκοι ήταν τότε τόσο ανοργάνωτοι και ανεκπαίδευτοι, που εάν παρενέβεναν οι ελλ. ένοπλες δυνάμεις - αποστολή Υποβρυχίων, Αντιτορπιλικών κλπ- ο Αττίλας θα είχε αποτύχει οικτρά). Το Κυπριακό έγινε διότι η προδοτική συμπεριφορά των δικακτόρων απέτρεψε την Ελλ. στρατιωτική αντίδραση.
β. Όσον αφορά στην FYROM, είναι μια εντελώς διαφορετική υπόθεση, με το κρατίδιο να υποστηρίζεται έμμεσα από τις ΗΠΑ και να ενισχύεται από την αναγνώριση 130 χωρών, ώστε να συμπεριφέρεται προκλητικά. Από την άλλη πλευρά η Ελλάδα δυστυχώς και εκεί ακολουθεί αποκλειστικά κατευναστική πολιτική. Βέβαια η απειλή της FYROM είναι σε ανεκδοτολογικό επίπεδο. Ουσιαστικά δεν θίγει σχεδόν κανένα κυριαρχικό δικαίωμά μας.
Κλείνοντας θα ήθελα να αναφέρω ότι η αρχή καλής γειτονίας και η συνεννόηση των λαών, είναι σίγουρα εφικτή για δυτικά κράτη, με παράδοση δημοκρατίας και κουλτούρας. Η τουρκία δυστυχώς ΔΕΝ είναι και ούτε πρόκειται να γίνει τέτοιο κράτος. Είναι μια υπνάπτυκτη κοινωνία αμόρφωτου όχλου, βάρβαρη και φονική στις σχέσεις της με όλους τους λαούς που έχει συναντήσει στο διάβα της. Επί πλέον χρησιμοποιείται από τις κατά καιρούς μεγάλες δυνάμεις για προώθηση των εκάστοτε συμφερόντων τους (ρόλο που παίζει πολύ καλά ομολογουμένως), με συνέπεια να προωθεί τις θέσεις της, ασχέτως διεθνούς δικαίου ή εφαρμοσμένων διακρατικών κανόνων.